- σημαίνω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα]1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.)2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή έννοια (α. «τί σημαί νει αυτή σου η συμπεριφορά;» β. «ἕν τι σημαίνει μόνον ταὐτὸν ἀεί», Πλάτ.)3. έχω σημασία, σπουδαιότητα ή σοβαρότητα, αξίζωνεοελλ.1. (μτβ.) (σχετικά με κουδούνι ή καμπάνα ή σάλπιγγα) κάνω να ηχήσει2. (αμτβ.) χτυπώ, ηχώ3. απρόσ. σημαίνειχτυπάει η καμπάνα τής εκκλησίας (α. «τί ώρα σημαίνει για τον όρθρο;» β. «σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι», δημ. τραγούδι)4. (το ουδ. τής μτχ. παθ. ενεστ.) βλ. σημαινόμενο5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σεσημασμένος, -η, -οκακοποιός, γνωστός στις αστυνομικές αρχές, τού οποίου έχουν ήδη ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματα και έχει εγγραφεί στα αρχεία τής αστυνομίας6. φρ. α) «σεσημασμένος χάρτης» — το ένσημο, το χαρτόσημοβ) «σεσημασμένος άργυρος» — μέταλλο κομμένο σε νομίσματαμσν.αντιγράφωαρχ.1. δείχνω με κάποιο σημείο, φανερώνω («δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα σημανέω», Ομ. Οδ.)2. (για μαντείο ή για οιωνούς) αποκαλύπτω («οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει», Ηράκλ.)3. φαίνομαι, είμαι φανερός («σημαίνειν ἐκ τῶν εἰρημένων», Πλάτ.)4. δίνω εντολή με σήμα, με παράγγελμα («σημαίνειν δμωῇσι γυναιξίν», Ομ. Οδ.)5. (σχετικά με μάχη) δίνω το σύνθημα τής επίθεσης («μὴ ἐπιχειρεῑν πρὶν ἂν αὐτὸς σημήνῃ», Θουκ.)6. προαναγγέλλω με σημείο, προειδοποιώ («σημαίνει ὡς πολεμίων ἐπιόντων», Ξεν.)7. φανερώνω, διακηρύσσω («ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα», Ηρόδ.)8. ερμηνεύω («οἱ ὀνειροπόλοι ἐσήμαινον ὅτι...», Ηρόδ.)9. λέω («σήμαινε» — λέγε, Σοφ.)10. μνημονεύω με εγκωμιαστικό τρόπο («καὶ οὐ στήλων μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή», Θουκ.)11. (μέσ. και παθ.) σημαίνομαια) επισημαίνομαι, γίνομαι αντιληπτός («ἐσημάνθησαν προσπλέουσαι», Ξεν.)β) συμπεραίνω («τὰ μεν σημαίνομαι, τὰ δ' ἐκπέπληγμαι», Σοφ.)γ) επιλέγω, ξεδιαλέγω («σημηνάμενος τοὺς εὐρωστοτάτους», Πολ.)δ) (το ουδ. τής μτχ. παθ. ενεστ.) τὸ σημαινόμενον η έννοια που ενυπάρχει.
Dictionary of Greek. 2013.